mitre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mitre mitres

mitre (en) (βρετανική γραφή) & miter (αμερικανική γραφή)



      ενικός         πληθυντικός  
mitre mitres

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mitre (fr) θηλυκό