modern

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός modern
συγκριτικός more modern
υπερθετικός most modern

Επίθετο[επεξεργασία]

modern (en)

  • μοντέρνος, σύγχρονος
    I read modern Greek literature.
    Διαβάζω σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.
    Modern medicine cures diseases which were once considered incurable.
    Η σύγχρονη ιατρική θεραπεύει αρρώστιες που κάποτε τις θεωρούσαν ανίατες.
     συνώνυμα:  contemporary και current

Πηγές[επεξεργασία]



Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

modern (de)