modification

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
modification modifications

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

modification (en)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

modification

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

modification (fr) θηλυκό

  1. η τροπολογία
  2. η τροποποίηση