mojito

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
mojito mojitos

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mojito < (άμεσο δάνειο) ισπανική mojito

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mojito



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mojito < moj(o) (είδος σάλτσας)  + υποκοριστικό επίθημα -ito < mojar (μουλιάζω) < λατινική mollio (κάνω μαλακό, μαλακώνω) < mollis (μαλακός)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /moˈxito/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mojito πληθυντικός mojitos