mold

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
mold molds

mold (en) (ΗΠΑ) και mould (ΗΒ)

  1. το καλούπι
  2. η μούχλα

Παράγωγα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας mold
γ΄ ενικό ενεστώτα molds
αόριστος molded
παθητική μετοχή molded
ενεργητική μετοχή molding

mold (en)