monétaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
monétaire monétaires

Επίθετο

[επεξεργασία]

monétaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό