monarchia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
monarchia monarchie

monarchia (it) θηλυκό



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

monarchia (pl) θηλυκό