monceau

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
monceau < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mɔ̃.so/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
monceau monceaux

monceau (fr) αρσενικό

  1. σωρός
    [...] un monceau d'enthousiasmes imbéciles, un de ces esclaves dévots qui ne mettent rien en question et sur qui, plus que sur la Police de la Pensée [...], (από το βιβλίο «1984» του Τζώρτζ Όργουελ, όπως μεταφράστηκε στη γαλλική)