montante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
montante | montantes |
montante (pt) αρσενικό
- το ποσό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
montante | montantes |
montante (pt) αρσενικό