montri

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

montri < γαλλική montrer

ρήμα montri
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας montras montranta montrata
αόριστος montris montrinta montrita
μέλλοντας montros montronta montrota
υποθετική montrus - -
προστακτική montru - -

montri (eo)