monument
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]monument (en)
- το μνημείο
επιλογή κατάλληλων προθέσεων
[επεξεργασία]- monument to: μνημείο προς τιμήν του/που αφορά τον
- monument to art
- monument to the unknown soldier (όμως tomb of the unknown soldier)
- monument of: μνημείο κατασκευασμένο από το συγκεκριμένο υλικό
- monument of marble
- monument of stone
- monument of wood
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
monument | monuments |
monument (fr) αρσενικό
- το μνημείο