mop up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | mop up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mops up |
αόριστος | mopped up |
παθητική μετοχή | mopped up |
ενεργητική μετοχή | mopping up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]mop up (en)
- σφουγγαρίζω
- (μεταφορικά) διορθώνω, καθαρίζω τα λάθη