mop up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας mop up
γ΄ ενικό ενεστώτα mops up
αόριστος mopped up
παθητική μετοχή mopped up
ενεργητική μετοχή mopping up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις mop και up

mop up (en)

  1. σφουγγαρίζω
  2. (μεταφορικά) διορθώνω, καθαρίζω τα λάθη