moratorium

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
moratorium moratoriums

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moratorium (fr) αρσενικό

  1. το μορατόριουμ



πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική moratorium moratoria
γενική moratoriów
δοτική moratoriom
αιτιατική moratoria
οργανική moratoriami
τοπική moratoriach
κλητική moratoria

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moratorium (pl) ουδέτερο

  1. το μορατόριουμ