mortal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

mortal (en)

  1. θνητός
    All men are mortal.
    Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί.
     αντώνυμα: immortal
  2. θανάσιμος (πολύ σοβαρός)
     συνώνυμα: deadly, fatal
    mortal sin, mortal enemies, mortal fear

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mortal (en)