mouette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mouette | mouettes |
mouette (fr) θηλυκό
- ο γλάρος
ενικός | πληθυντικός |
mouette | mouettes |
mouette (fr) θηλυκό