moulage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
moulage moulages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moulage (fr) αρσενικό