moulin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
moulin < molin < λατινική molinum < mola, μυλόπετρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mu.lɛ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
moulin moulins

moulin (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]