moumoute

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
moumoute moumoutes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moumoute (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) η περούκα
  2. το σακάκι από μαλλί προβάτου