mound

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mound (en)

  1. ανάχωμα, χωμάτινος σωρός
  2. στρογγυλεμένος λόφος
  3. σωρός
    mound of chocolate chunks - σωρός από κομμάτια σοκολάτας