mousse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mus/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mousse mousses

mousse (fr) θηλυκό

  1. o αφρός
    ce savon fait beaucoup de mousse - αυτό το σαπούνι κάνει πολύ αφρό
  2. (κομμωτική) o αφρός για τα μαλλιά
  3. o μούτσος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mousse (fr) αρσενικό

  • ναύτης
    le mousse nettoie le pont - ο ναύτης καθαρίζει το κατάστρωμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]