mow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας mow
γ΄ ενικό ενεστώτα mows
αόριστος mowed
παθητική μετοχή mowed, mown
ενεργητική μετοχή mowing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

mow (en)

ενεστώτας mow
γ΄ ενικό ενεστώτα mows
αόριστος mowed
παθητική μετοχή mowed
ενεργητική μετοχή mowing

mow (en)