mustache
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mustache | mustaches |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mustache (en)
- (αμερικανική γραφή) το μουστάκι
- ↪ One day he showed up with a shaved mustache.
- Μια μέρα εμφανίστηκε με ξυρισμένο το μουστάκι του.
- ↪ One day he showed up with a shaved mustache.