mutatis mutandis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- mutatis mutandis < → δείτε τις λέξεις mutatis και mutandis ((κυριολεκτικά): τῶν ἀλλαγέντων ἀλλακτέων, αυτά που έχουν αλλάξει πρέπει ν' αλλάξουν)
Προφορά
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]mutatis mutandis
- (νομικός όρος) μόλις ολοκληρωθούν οι απαραίτητες αλλαγές
Έκφραση
[επεξεργασία]mutatis mutandis
- όπως και ο πατέρας του στο παρελθόν, έτσι και αυτός mutatis mutandis (συγκριτικά) ακολούθησε ακαδημαϊκή σταδιοδρομία