mystique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

/mɪˈstiːk/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mystique

  • "αέρας" μυστηρίου

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
mystique mystiques

mystique (fr) θηλυκό

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mis.tik/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
mystique mystiques

mystique (fr) αρσενικό ή θηλυκό