nécessité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nécessité nécessités

nécessité (fr) θηλυκό

  1. η ανάγκη
  2. η αναγκαιότητα