négative

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
négative, θηλυκό του négatif

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
négative négatives

négative (fr) θηλυκό

  1. ο αρνητικός τρόπος απάντησης
    répondre par la négative - δίνω αρνητική απάντηση

Αντώνυμα

[επεξεργασία]