néné

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
néné nénés

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

néné (fr) αρσενικό (συνήθως στον πληθυντικό)