néo-hellénique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
néo-hellénique néo-helléniques

néo-hellénique (fr) αρσενικό ή θηλυκό