napój

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

napój (pl)

  1. ποτό

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

napój (pl)

  1. napoić στο δεύτερο ενικό πρόσωπο της προστακτικής: πιες