nappe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
nappe nappes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
nappe < λατινική mappa (πετσέτα τραπεζιού)

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nappe (fr) θηλυκό

  1. το τραπεζομάντηλο
  2. (γεωλογία) το στρώμα
    La nappe phréatique est profonde. - Το υδροφόρο στρώμα είναι βαθύ.
  3. η κηλίδα
    Le naufrage du pétrolier a créé une nappe de pétrole. - Το ναυάγιο του πετρελαιοφόρου δημιούργησε μία κηλίδα πετρελαίου.
  4. το καλώδιο (στους υπολογιστές)

Συγγενικά

[επεξεργασία]