nascimento

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
nascimento < → δείτε τις λέξεις nascer και -mento

Προφορά

[επεξεργασία]
  • (Βραζιλία)
ΔΦΑ : /na.siˈmẽ.tu/
  • (Πορτογαλία)
ΔΦΑ : /nɐʃ.siˈmẽ.tu/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
nascimento nascimentos

nascimento (pt) αρσενικό

  1. η γέννηση
  2. η εμφάνιση