nature

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nature (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η φύση, όλα τα φυτά, τα ζώα και τα πράγματα που υπάρχουν στο σύμπαν που δεν είναι φτιαγμένα από ανθρώπους
    We left the city and went out into nature.
    Αφήσαμε την πόλη και βγήκαμε έξω, στη φύση.
    Industries pollute/contaminate nature.
    Οι βιομηχανίες ρυπαίνουν/μολύνουν τη φύση.
    Natural sciences is the study of nature.
    Οι φυσικές επιστήμες μελετούν τη φύση.
  2. (μη μετρήσιμο) η φύση, ο τρόπος που συμβαίνουν τα πράγματα στον φυσικό κόσμο όταν δεν ελέγχεται από ανθρώπους
    the secrets/forces/laws of nature - τα μυστικά/οι δυνάμεις/οι νόμοι της φύσης
    Leave it to nature!
    Ασ' το στη φύση!
    Let nature take its course.
    Ασ' τη φύση να τραβήξει το δρόμο της.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η φύση, ο συνήθης τρόπος που συμπεριφέρεται ένα άτομο ή ένα ζώο που είναι μέρος του χαρακτήρα τους
    His job is dangerous/tiring/difficult by nature.
    Η δουλειά του είναι από τη φύση της επικίνδυνη/κουραστική/δύσκολη.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nature natures

nature (fr)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
nature < natur- + -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

nature (eo)