navigation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
navigation navigations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
navigation < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική navigation < λατινική navigationem

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /nævɪˈɡeɪʃən/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

navigation (en)

  1. η ναυσιπλοΐα
  2. η πλεύση
  3. η πλοήγηση

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
navigation navigations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

navigation (fr) θηλυκό

  1. η ναυσιπλοΐα
  2. η πλεύση
  3. ο πλους
  4. η περιήγηση (διαδίκτυο)