naze

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
naze nazes

naze (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ανίκανος




Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
naze nazes

naze (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που δεν έχει καθόλου αξία, που δεν λειτουργεί
  2. χωρίς ενδιαφέρον
  3. κουρασμένος
  4. ανίκανος