nephew

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
nephew nephews

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈnɛf.ju/ & /ˈnɛv.ju/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈnɛf.ju/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nephew (en) (θηλυκό niece)