neutralize

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας neutralize
γ΄ ενικό ενεστώτα neutralizes
αόριστος neutralized
παθητική μετοχή neutralized
ενεργητική μετοχή neutralizing

neutralize (en) (ΗΠΑ) και neutralise (ΗΒ)