niaiserie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
niaiserie niaiseries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

niaiserie (fr) θηλυκό

  1. η αγαθότητα, η χαζομάρα
  2. χαζός λόγος ή πράξη