nibble

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
nibble < μέση άνω γερμανική nibbelen

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /nɪbl/

nibble (en)

  1. τσιμπολογώ, δαγκώνω
    • δαγκώνω παιχνιδιάρικα
  2. τρώω πρόχειρα κάτι λίγο