nickel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nickel (en)

  1. νικέλιο
  2. (ΗΠΑ, Καναδάς) νόμισμα αξίας 5 σεντς



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nickel nickels

nickel (fr) αρσενικό

  1. το νικέλιο

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

nickel (fr)

  1. τέλεια!

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]