nihilisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
nihilisme nihilismes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nihilisme (fr) αρσενικό

  1. ο μηδενισμός



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nihilisme (da)

  1. ο μηδενισμός



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nihilisme (no)

  1. ο μηδενισμός



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nihilisme (nl)

  1. ο μηδενισμός