niquer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

niquer (fr)

  1. (αργκό) (χυδαίο) γαμώ
  2. (αργκό) (χυδαίο) εξαπατώ
  3. (αργκό) (χυδαίο) σπάζω