noblesse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

noblesse < noble + -esse

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /nɔ.blɛs/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
noblesse noblesses

noblesse (fr) θηλυκό

  1. η ευγένεια
  2. η ιδιότητα του ευγενή