nomade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
nomade < λατινική nomas < αρχαία ελληνική νομάς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /nɔ.mad/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nomade nomades

nomade (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nomade nomades

nomade (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (γεωγραφία, ιστορία, λέγεται για πληθυσμούς) νομαδικός
     συνώνυμα: errant, mobile
  2. (ζωολογία) που αλλάζει περιοχή ανάλογα με την εποχή του χρόνου
     συνώνυμα: migrateur

Αντώνυμα

[επεξεργασία]