nome

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
nome < nom- + -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

nome (eo)

  • στο όνομα του, εν ονόματι
    la oferto estas nome de la flugkompanio - η προσφορά είναι στο όνομα της αεροπορικής εταιρείας



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
nome < λατινική nomen

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nome nomi

nome (it)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]