non-stop

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
non-stop < non- + stop

Επίθετο

[επεξεργασία]

non-stop (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ακατάπαυστος, ασταμάτητος, χωρίς διακοπή
    a week of non-stop rain - μια εβδομάδα ακατάπαυστης βροχής
    The car traffic downtown is non-stop day and night.
    Η κίνηση των αυτοκινήτων στο κέντρο είναι ασταμάτητη μέρα νύχτα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuous

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

non-stop (en) (χωρίς παραθετικά)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]



Επίθετο

[επεξεργασία]

non-stop (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. απευθείας πτήση αεροπλάνου
  2. χωρίς διακοπή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

non-stop (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο