nono

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nono nonos

nono (fr) αρσενικό

  1. (φρούτο) πολυνησιακό φρούτο
  2. (Κεμπέκ) (ειρωνικό) χαζός, αφελής, « βλίτο »
  3. (έντομο) τροπικό έντομο του οποίου το τσίμπημα είναι πολύ οδυνηρό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nono nonos

nono (fr) αρσενικό ή θηλυκό



Επίθετο

[επεξεργασία]

nono (it)