noose

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

noose (en)

  • η θηλιά (στην κρεμάλα ή το λάσο)