nord

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Nord

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /nɔʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nord nords

nord (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nord (it)

  1. ο βορράς