normalisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]normalisation (en) (βρετανική γραφή) & normalization (αμερικανική γραφή)
- εξομάλυνση τιμών, χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων, συμπεριφορών, κανονικοποίηση
- επαναφορά τιμών εντός προβλεπόμενου εύρους
- κανονικοποίηση
- (πληροφορική) → δείτε τη λέξη normalization
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
normalisation | normalisations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]normalisation (fr) θηλυκό