normally

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός normally
συγκριτικός more normally
υπερθετικός most normally

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
normally < normal + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

normally (en)

  1. κανονικά, υπό κανονικές συνθήκες, συνήθως
  2. φυσιολογικά

Συνώνυμα

[επεξεργασία]