normally
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | normally |
συγκριτικός | more normally |
υπερθετικός | most normally |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]normally (en)
- κανονικά, υπό κανονικές συνθήκες, συνήθως
- φυσιολογικά